- χρηματόγραφο(ν)
- το см. χρεώγραφο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματόγραφο — το, Ν (παλ. όρος) δικαιόγραφο που έχει ως αντικείμενο κάποια χρηματική παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + γράφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον πληθ. χρηματόγραφα, μαρτυρείται από το 1894 στη Λογοδοσία πρυτάνεως πανεπιστημίου] … Dictionary of Greek